- καταχώνω
- (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω)χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ.β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ νότος κατέχωσέ σφεας», Ηρόδ.)μσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταχωσμένος, -η, -ονκρυφόςαρχ.1. φράζω, στουπώνω («στόμιον τοῡ λιμένος πεντεκαίδεκα κερκούρους ναῡς λίθων πληρώσαντες κατέχωσαν», Διόδ.)2. μτφ. κατακλύζω, κατακαλύπτω, καταπνίγω («καταχώσειεν ἄν ὑμᾱς τοῑς λόγοις», Πλάτ.)3. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω4. παθ. μτφ. καταχώννυμαιεπισκιάζομαι («τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῑν αὐτά», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.